- αμετάπταιστος
- ἀμετάπταιστος, -ον (Α) [*μεταπταίω]1. αυτός που δεν μπορεί να φταίξει, να σφάλει2. αμετάβλητος, σταθερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμετάπταιστος — infallible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπταίστου — ἀμετάπταιστος infallible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπταίστους — ἀμετάπταιστος infallible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)